μισγαγκείας

μισγαγκείας
μισγαγκείᾱς , μισγάγκεια
meeting of glens
fem acc pl
μισγαγκείᾱς , μισγάγκεια
meeting of glens
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… …   Dictionary of Greek

  • τάλβεγκ — η, Ν άκλ. (γεωμορφ.) διεθνής γερμανικής προέλευσης γεωμορφολογικός όρος που είναι αντίστοιχος τής μισγάγκειας και τής συνάγκειας τών ποτάμιων κοιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Talweg < Tal «κοιλάδα» + Weg «δρόμος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”